Ήτανε δύο του Δεκέμβρη, όταν η μαμά μου, δεν ξέρω γιατί, αν και δεν ήταν Κυριακή, με πήγε στην εκκλησία. "Γιορτάζουμε έναν σύγχρονο άγιό μας," μου εξήγησε, "για πρώτη φορά!"
Καινούργιος Άγιος! Δεν ήξερα πως κάτι τέτοιο γίνεται. Εγώ νόμιζα πως οι Άγιοι είχαν ζήσει πριν από πολλά πολλά χρόνια!
Καθώς δεν ήταν Κυριακή, μες στην εκκλησία βρισκόταν λίγος κόσμος. Στο κέντρο είχε στηθεί μια μικρή εικόνα του Αγίου. Δεν ήταν ξύλινη όπως οι άλλες. Μου φαινόταν χάρτινη, σαν φωτοτυπία που πλαισιώθηκε από ένα απλό ξύλινο καδράκι. Ο Άγιος χαμογελούσε κι εγώ δεν χόρταινα να τον κοιτάζω. Ποιος ήταν αυτός ο Άγιος;
Το μυαλό μου δεν ήταν στη Θεία Λειτουργία. Ταξίδευε. Δεν άκουγα τα λόγια του ιερέα μας ούτε τη χορωδία μας. Μόνο κοιτούσα τον Άγιο. Χαμογελούσε με τα μάτια! Το χαμόγελό του αυτό με είχε μαγνητίσει.
Κοίταζα τους ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα στην εκκλησία. Άλλοι σιγοψέλνοντας, άλλοι συγκινημένοι, άλλοι με ύφος σοβαρό, όλοι με το βλέμμα στο ιερό, σαν να περίμεναν κάτι. Και τότε μου μπήκε στο μυαλό η ιδέα, ότι όλοι εμείς σήμερα ήρθαμε εδώ για τον ίδιο λόγο. Είχαμε αφήσει τις ασχολίες μας και μαζευτήκαμε εδώ κι όλοι μαζί, σαν να ήμασταν ένα, προσευχόμασταν στον Θεό. Σαν να ήμασταν ένα!
Αυτή η ιδέα καρφώθηκε στο κεφάλι μου και στριφογύριζε μέσα μου διαρκώς. Μια κοιτούσα τον χαμογελαστό Άγιο, μια τους ανθρώπους που στέκονταν όρθιοι και περίμεναν, κι όλο πιο πολύ και πιο σίγουρα το ένιωθα μέσα μου, πως όλοι μας είμαστε ένα και στεκόμαστε σαν ένα σώμα μπροστά στον Κύριο. Αυτό το ζεστό συναίσθημα μου γέμισε την καρδιά κι είπα στον Κύριο, αχ, ας γινόταν να μην το χάσω, ας γινόταν να μείνει για πάντα μέσα μου, αλλά έλαβα αμέσως την απάντηση, πως θα το χάσω σύντομα κι ας το χαρώ όσο διαρκέσει.
Προς το τέλος της Λειτουργίας, βγήκε ο ιερέας μας από το ιερό και στάθηκε μπροστά μας. Θα μας μιλήσει για αυτόν τον καινούργιο Άγιο, σκέφτηκα.
“Είχε πει μια φορά ο Άγιος Πορφύριος,” ξεκίνησε, “ότι σκοπός μας είναι να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον τόσο πολύ, ώστε σαν να είμαστε όλοι ένα να κοιτάμε με την καρδιά μας ανοιχτή προς τον Κύριο και να τον περιμένουμε να έρθει.”
Θα είπε κι άλλα ο ιερέας μας, θα είπε κι άλλα πολλά, αλλά εγώ πια δεν ήξερα αν πίστευα στ' αυτιά μου!
Και την επόμενη Κυριακή, δεν κρατιόμουν άλλο και το εκμυστηρεύτηκα στον ιερέα μας, ότι τα πρώτα λόγια που είπε, τα ένιωθα πραγματικά μες στην καρδιά μου κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, μέχρι που τελικά το συναίσθημα αυτό χάθηκε, όπως ήρθε.
“Θα έβαλε το δαχτυλάκι του ο Άγιος” μου απάντησε. “Κι άλλοι μου είπαν, ότι ένιωσαν κάτι ιδιαίτερο εκείνη τη μέρα στη Λειτουργία. Κι εγώ, να σου πω, άλλα είχα προετοιμαστεί να πω και, μόλις ξεκίνησα, άλλα μου βγήκαν!”
Τελικά, φαίνεται, πως οι Άγιοι δεν έζησαν πριν από πολλά πολλά χρόνια, αλλά είναι ακόμη ζωντανοί.